Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Καρκινος του μαστου


Ο μαστός είναι ένα όργανο σύνθετο στη διαγνωστική του προσέγγιση. Η πλειοψηφία των γυναικών θα παρουσιάσουν κάποιο εύρημα ή κάποιο πρόβλημα στο μαστό στη διάρκεια της ζωής τους, αλλά μόνο περίπου μία στις 10 θα αναπτύξει σε κάποια χρονική στιγμή καρκίνο. Για την πρόγνωση του καρκίνου αυτού είναι σημαντικότατο να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί εγκαίρως.

1.    H έγκαιρη διάγνωση είναι το σημαντικότερο όπλο που διαθέτουμε κατά του καρκίνου του μαστού σήμερα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου συνιστώνται τα εξής:
2.    Μία μαστογραφία αναφοράς στα 35
3.    Αυτοεξέταση μία φορά το μήνα
4.    Μαστογραφία μία φορά το χρόνο μετά τα 40 (ή υπερηχογράφημα σε περίπτωση πυκνού μαστού)
5.    Κλινική εξέταση από ειδικό χειρουργό μία φορά το χρόνο μετά τα 40 (μετά τη μαστογραφία)
Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει στην διατήρηση του μαστού και στην ίαση στις περισσότερες των περιπτώσεων. Σε νέες γυναίκες το υπερηχογράφημα είναι η καταλληλότερη εξέταση, επειδή ο μαστός τους είναι πυκνός και η μαστογραφία δεν παρέχει επαρκείς πληροφορίες. Επίσης, σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας με πυκνό μαστό πρέπει να γίνεται υπερηχογράφημα. Σε μεγάλα κέντρα, όπου υπάρχει εμπειρία, χρησιμοποιείται επίσης η μαγνητική τομογραφία, όπου υπάρχει ένδειξη.
Σε γυναίκες υψηλού κινδύνου πρέπει ο χειρουργός να συστήσει μία εξατομικευμένη διαδικασία που μπορεί να περιλαμβάνει πιο συχνούς ελέγχους ή κάποιο γονιδιακό έλεγχο.
Με τις προαναφερθείσες εξετάσεις είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε σχεδόν το σύνολο των καρκίνων του μαστού. Όταν υπάρχει ψηλαφητό εύρημα ή όταν υπάρχει οποιαδήποτε υποψία κακοήθειας πρέπει η βλάβη να "ταυτοποιηθεί", δηλαδή να γίνει βιοψία. Σε κάποιες περιπτώσεις όχι και τόσο ύποπτων βλαβών και σε συνάρτηση με την ηλικία της ασθενούς μπορεί να επιλέξει κανείς να παρακολουθήσει την βλάβη.

Τεχνικές βιοψίας μαστού
•    Η παρακέντηση με λεπτή βελόνα και αναρρόφηση υλικού προς κυτταρολογική εξέταση (FNA), τείνει να καταργηθεί διότι δεν μας δίνει επαρκείς πληροφορίες.
•    Η βιοψία με κόπτουσα βελόνη (core biopsy), είναι η διαγνωστική μέθοδος που επιλέγεται στις περισσότερες περιπτώσεις.Η λήψη γίνεται κατά προτίμηση υπό υπερηχογραφικό έλεγχο, που μπορεί να εντοπίσει και μη ψηλαφητούς όγκους.Η μέθοδος είναι καλά ανεκτή και μας δίνει πολλές πληροφορίες.
•    Η βιοψία κενού (Vacuumbiopsy). Χρησιμοποιείται κυρίως σε όγκους μη ορατούς στους υπερήχους, που χρειάζονται στερεοτακτική εντόπιση με μαστογραφία.Η μέθοδος αυτή συνιστάται σε μικροαποτιτανώσεις, σε μη σαφώς κατατάξιμες βλάβες, καθώς και σε κάποιες πολύ μικρές βλάβες. Συνήθως γίνεται στερεοτακτική εντόπιση και αφαίρεση του όγκου υπό μαστογραφικό έλεγχο.Όταν βρεθεί οποιαδήποτε κακοήθεια (διηθητική ή μη) πρέπει να ακολουθήσει χειρουργείο.
•    Η ανοικτή βιοψία. Στην ανοικτή βιοψία ο χειρουργός αφαιρεί όλον τον όγκο στο χειρουργείο. Κατά κανόνα χρειάζεται γενική νάρκωση. Ο όγκος αποστέλλεται για ταχεία βιοψία και αναλόγως του αποτελέσματος αποφασίζεται ο τύπος της απαιτούμενης επέμβασης. Εναλλακτικά, ο όγκος αποστέλλεται απευθείας για την τελική βιοψία, και μετά τα αποτελέσματα της τελικής βιοψίας αποφασίζονται, από την ομάδα ειδικών και σε συνεργασία με την ασθενή, οι περαιτέρω θεραπευτικοί χειρισμοί. Η ανοικτή βιοψία έχει καταργηθεί στη σύγχρονη μαστολογία και έχει αντικατασταθεί από τη βιοψία με κόπτουσα βελόνη (πιστόλι), τη λεγόμενη core-biopsy, που γίνεται υπό υπέρηχο με τοπική αναισθησία. Η σύγχρονη χειρουργική μαστού απαιτεί προεγχειρητική βιοψία και ταυτοποίηση (ιστολογική εξέταση) του ογκου τουλάχιστον στο 90% των ασθενών.

 Καρκίνος μαστού: Θεραπεία
Ποιά είναι η αντιμετώπιση του καρκίνου μαστού;
Ο καρκίνος μαστού είναι τόσο μία τοπική-χειρουργική νόσος όσο και μία συστηματική νόσος, δηλαδή μία νόσος του οργανισμού. Στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού οι ογκολογικοί στόχοι είναι δύο:

1. Η εκρίζωση της νόσου από το μαστό
2. Η εκρίζωση της νόσου από τον οργανισμό
Ο πρώτος στόχος επιτυγχάνεται με το χειρουργείο και την ακτινοβολία. Μία σωστή χειρουργική επέμβαση στο μαστό έχει κάποιες προϋποθέσεις και κάποιο στόχο. Η προϋπόθεση είναι να γνωρίζει κανείς ήδη πριν το χειρουργείο τη διάγνωση και την τυχόν πολυκεντρικότητα του καρκίνου (αν δηλαδή βρίσκεται σε περισσότερα σημεία στο μαστό σε διαφορετικά τεταρτημόρια) και να έχει προγραμματίσει καλά την επέμβαση από την άποψη όχι μόνο του ογκολογικού αλλά και του αισθητικού αποτελέσματος (ογκοπλαστικές επεμβάσεις). Σε περίπτωση που χρειάζεται μαστεκτομή πρέπει η γυναίκα να είναι από πριν πλήρως ενημερωμένη γα τα είδη της αποκατάστασης και αυτή να έχει προγραμματιστεί άμεσα ή απώτερα. Ο στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η εκτομή του καρκίνου με ασφαλή καθαρά όρια, η σταδιοποίηση της νόσου όσον αφορά την επέκτασή της στο μαστό και τη μασχάλη και η ταυτόχρονη επίτευξη καλού αισθητικού αποτελέσματος.

Η ακτινοβολία ακολουθεί αργότερα και έχει ως στόχο να εμποδίσει την επανεμφάνιση του όγκου στο ίδιο σημείο. Ο μαστός, εφόσον διατηρηθεί, πρέπει να ακολουθήσει ακτινοβολία για να μην υπάρξουν τοπικές υποτροπές. Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να ακτινοβοληθούν λεμφαδένες που βρίσκονται στη μασχαλιαία ή υπερκλείδια χώρα ή λεμφαδένες που βρίσκονται παραστερνικά.

Ο δεύτερος στόχος στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, που είναι η εκρίζωση της νόσου από τον οργανισμό επιτυγχάνεται με τη συστηματική θεραπεία, δηλαδή με τα φάρμακα. Στην περίπτωση του καρκίνου του μαστού η φαρμακευτική αντιμετώπιση πραγματοποιείται με την χημειοθεραπεία, την ορμονοθεραπεία και τις στοχευμένες θεραπείες κατά κύριο λόγο. Το αν είναι απαραίτητη η χημειοθεραπεία σχετίζεται με το είδος και την έκταση του όγκου.

Σε περίπτωση που είναι αναγκαία η χημειοθεραπεία αυτή ξεκινάει περίπου 3 εβδομάδες μετά  το χειρουργείο και διαρκεί μερικούς μήνες, ανάλογα με το σχήμα που θα δοθεί. Η ορμονοθεραπεία δεν δίνεται παράλληλα με τη χημειοθεραπεία. Η ακτινοβολία ακολουθεί περίπου 3 εβδομάδες μετά τη χημειοθεραπεία και κρατάει ενάμιση μήνα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσει λιγότερο.

Σε περίπτωση που δεν χρειάζεται χημειοθεραπεία μπορεί μετά το χειρουργείο να ξεκινίσει η ακτινοβολία και η ορμονοθεραπεία.

Η ορμονοθεραπεία διαρκεί τουλάχιστον 5 χρόνια.

Καρκίνος μαστού: Σύγχρονη χειρουργική μαστού- Κριτήρια ποιότητος
Ο μαστός ως όργανο έχει κάποιες ιδιομορφίες. Σε αντίθεση με άλλα όργανα οι καλοήθεις παθήσεις στο μαστό είναι τόσο συχνές που αποτελούν σχεδόν τον κανόνα. Σε αυτήν την κατηγορία κατατάσσονται οι απλές κύστεις, τα ινοαδενώματα, οι πορεκτασίες, τα λιπώματα, οι καλοήθεις αποτιτανώσεις, οι ινοκυστικές βλάβες κλπ. Από την άλλη μεριά ο καρκίνος του μαστού είναι επίσης πολύ συχνός και πλήττει περίπου μία στις 9 γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της και όλες οι γυναίκες είναι λίγο έως πολύ υποψήφιες.

Πώς λοιπόν θα ανιχνεύσουμε εγκαίρως τον καρκίνο χωρίς να υποβάλλουμε τις γυναίκες σε άσκοπους επαναληπτικούς ελέγχους και επανειλημμένες βιοψίες και χειρουργεία. Αν μία γυναίκα πρέπει να χειρουργηθεί για να μάθει αν έχει καρκίνο ή όχι τότε οι περισσότερες γυναίκες μετά από μία ηλικία θα έπρεπε να βρίσκονται κάθε τόσο στο χειρουργείο.
Για τους λόγους αυτούς η διεθνής επιστημονική κοινότητα θέσπισε κάποια κριτήρια που είναι η βάση της σύγχρονης μαστολογίας και χειρουργικής του μαστού. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να πληρούνται στα Διαπιστευμένα Κέντρα Μαστού κα τα συνεργαζόμενα εργαστήρια:
Οι γυναίκες πρέπει να εξετάζονται για το μαστό τους από ειδικούς μαστολόγους- χειρουργούς μαστού.
Οι ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις πρέπει να γίνονται από ειδικούς ακτινοδιαγνωστές μαστού και ο τεχνολογικός εξοπλισμός πρέπει να πληροί κάποιες προδιαγραφές
Τα ακτινολογικά ευρήματα (μαστογραφίας, υπερήχων, μαγνητικής τομογραφίας) πρέπει να κατατάσσονται από τον ακτινοδιαγνωστή μαστού σύμφωνα με το σύστημα BIRADS που κατατάσσει τις βλάβες σε σαφείς καλοήθειες, πιθανότατες καλοήθειες, ενδιάμεσου τύου βλάβες και πιθανότατες κακοήθειες.
Όταν συντρέχει λόγος να διερευνηθεί μία βλάβη στο μαστό αυτό πρέπει να γίνεται πρώτα με βιοψία με κόπτουσα βελόνη υπό υπέρηχο ή με στερεοτακτική βιοψία.
Η ασθενής όταν οδηγείται στο χειρουργείο πρέπει να υπάρχει ήδη ιστολογική διάγνωση (τουλάχιστον στο 90% των περιπτώσεων)
Σε λίγες περιπτώσεις υπάρχει ένδειξη να οδηγηθεί η ασθενής χωρίς διάγνωση στο χειρουργείο (αποτιτανώσεις κάποιων ειδών ανάλογα με τη θέση τους και το μέγεθος του μαστού)
Σε περίπτωση καρκίνου η ασθενής πρέπει να παρουσιάζεται προεγχει ρητικά στο ογκολογικό συμβούλιο
Πρέπει να γίνεται προσπάθεια διατήρησης του μαστού όταν δεν υπάρχει ογκολογική ένδειξη μαστεκτομής
Ο χειρουργός μαστού πρέπει να κατέχει ογκοπλαστικές τεχνικές προκειμένου να διατηρηθεί ο μαστός με καλο αισθητικό αποτέλεσμα
Σε περίπτωση μαστεκτομής η ασθενής πρέπει να ενημερώνεται προεγχειρητικά εκτενώς για όλες τις τεχνικές άμεσης και απώτερης αποκατάστασης
Μετά το χειροργείο ο φάκελλος της ασθενούς πρέπει να παρουσιάζεται στο ογκολογικό συμβούλιο των ειδικών Εκεί λεμβάνονται οι αποφάσεις για την περαιτέρω σύσταση για πιθανή χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή άλλες στοχευμένες θεραπείες
Η ασθενής πρέπει να λαμβάνει ψυχολογική υπεοστήριξη.


Καρκίνος μαστού: Σύγχρονη ογκοπλαστική χειρουργική

Τι είναι η ογκοπλαστική χειρουργική;
Είναι ο συνδυασμός ογκολογικής και πλαστικής χειρουργικής στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού.
Η ογκοπλαστική χειρουργική επιτρέπει να αφαιρέσουμε τον όγκο με καλά όρια και να διαμορφώσουμε μετά κατά τέτοιον τρόπο το μαστό, ώστε νε παραμείνει όμορφος. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει έννοια να συνδυαστεί με επέμβαση συμμετρίας στον άλλο μαστό. Είναι μία τεχνική που εξαπλώθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Συνδυάζει την κλασσική ογκολογική χειρουργική μαστού και την πλαστική χειρουργική μαστού. Ο χειρουργός για να εφαρμόσει τις ογκοπλαστικές τεχνικές πρέπει να είναι χειρουργός μαστού που έχει εξειδικευθεί σε αυτές. Ειναι σημαντικό να γνωρίζει καλά τον καρκίνο του μαστού.
Ποιά όμως είναι η αξία της ογκοπλαστικής; Για να το καταλάβουμε αυτό χρειάζεται μια ιστορική αναδρομή: Εδώ  πρέπει να πούμε ότι παλαιότερα αν μία γυναίκα είχε καρκίνο του μαστού της εσυστήνετο να υποβληθεί σε μαστεκτομή, μια πραγματικά ακρωτηριαστική επέμβαση. Αργότερα πολλαπλές μελέτες απέδειξαν ότι η μαστεκτομή δεν βελτιώνει την επιβίωση. Οι ενδείξεις της μαστεκτομής άρχισαν να φθίνουν και σήμερα είναι πλέον λίγες και καλά ορισμένες.

Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι ο μαστός δεν είναι ένα εσωτερικό όργανο, όπως τα όργανα της κοιλιάς. Το αποτέλεσμα του χειρουργείου είναι άμεσα ορατό. Αυτό σημαίνει ότι μία επέμβαση "διατήρησης" μαστού δεν οδηγεί πάντα σε καλό αισθητικό αποτέλεσμα. Από τότε που ξεκίνησαν οι επεμβάσεις διατήρησης του μαστού οι χειρουργοί συνειδητοποίησαν ότι η "διατήρηση" αυτή συνοδευόταν συχνά από απαράδεκτο αισθητικό αποτέλεσμα, ανάλογα με τη θέση του όγκου και τη σχέση μεγέθους όγκου/μαστού. Έτσι ακόμα και σήμερα πολλοί χειρουργοί προβαίνουν σε μαστεκτομή όχι γιατί αυτό είναι απαραίτητο από ογκολογικής απόψεως, αλλά γιατί μία απλή ογκεκτομή η τεταρτεκτομή στο συγκεκριμένο όγκο θα είχε πολύ αμφίβολο αισθητικό αποτέλεσμα. Υπολογίζεται ότι ένα μεγάλο μέρος των μαστεκτομών θα μπορούσε νεα αποφευχθεί εάν ο χειρουργός εγνώριζε ογκοπλαστικές τεχνικές διατήρησης μαστού.

Η ογκοπλαστική χειρουργική μας δίνει τη δυνατότητα να σώσουμε το μαστό και να έχουμε ένα καλό αισθητικό αποτέλεσμα- άμεσο και απώτερο- ακόμα και εάν ο όγκος είναι σε πραγματικά δυσμενή θέση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη γυναίκα, ιδιαίτερα μετά την παρέλευση του πρώτου εξαμήνου, όταν πια υποχωρεί η ανησυχία για τη ζωή της και προβάλλει η ανησυχία για την εικόνατης.

Καρκίνος μαστού: Μαστεκτομή. Πότε είναι απαραίτητη;
Η μαστεκτομή εθεωρείτο επί δεκαετίες η θεραπεία επιλογής στον καρκίνο του μαστού. Από τη δεκαετία του 80 όμως, αμφισβητήθηκε σαφώς το ογκολογικό της ώφελος. ’ρχισαν να γίνονται οι πρώτες επεμβάσεις διατήρησης του μαστού σε καρκίνο (τεταρτεκτομές). Σήμερα, 30 χρόνια μετά,  γνωρίζουμε από πλήθος μελετών και με παρακολούθηση 20ετίας ότι η μαστεκτομή δεν προσφέρει τίποτα στην επιβίωση, εαν εξαιρέσει κανείς κάποιες ειδικές περιπτώσεις. Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι γίνονταο 60% περισσότερες μαστεκτομές απ΄ όσο θα ήταν ογκολογικά απαραίτητες. Η ασθενής μπορεί να κάνει φυσικά αποκατάσταση, αλλά αυτό σημαίνει περισσότερες επεμβάσεις, νοσηρότητα και τεράστιο ψυχολογικό κόστος. Τέλος, ο μαστός μετά την αποκατάσταση δεν είναι ποτέ ο ίδιος με το φυσιολογικό μαστό της γυναίκας, ακόμα και εάν χρησιμοποιηθεί αυτόλογος, δηλαδή δικός της ιστός. Ο λόγος που μπορεί συχνά να προτείνεται στην ασθενή η μαστεκτομή είναι ο εξής: Είναι δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί καλό αισθητικό αποτέλεσμα με τις παραδοσιακές τεχνικές εάν ο όγκος βρίσκεται σε δυσμενή θέση ή είναι μεγάλος σε σχέση με το μαστό. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι σύγχρονες ογκοπλαστικές τεχνικές από χειρουργό μαστού κατάλληλα εκπαιδευμένο σε αυτές βοηθούν να αποφευχθεί η μαστεκτομή και μάλιστα επιτυγχάνοντας καλύτερα όρια από εκείνα της κλασσικής χειρουργικής.
  Έτσι ως ενδείξεις μαστεκτομής παραμένουν εκείνες στις οποίες υπάρχει ογκολογικό ώφελος και που είναι οι εξής:
Φλεγμονώδης καρκίνος μαστού
Πολυκεντρικός καρκίνος μαστού
Πολυκεντρικό DCIS
Αδυναμία ελέγχου του μαστού σε ασθενή με ιστορικό με τις κλασσικές απεικονειστικές μεθόδους
Πολύ μεγάλος όγκος σε σχετικά μικρό μαστό
Γονιδιακός καρκίνος μαστού(όχι απόλυτη ένδειξη)
Επιθυμία της ενημερωμένης ασθενούς
Κάθε ασθενής με ένδειξη μαστεκτομής πρέπει να ενημερώνεται εκτενώς πριν από το χειρουργείο για τις δυνατότητες άμεσης ή απώτερης αποκατάστασης. Επίσης πρέπει να λαμβάνει την ψυχολογική υποστήριξη που χρειάζεται για να προχωρήσει στην επέμβαση.

Μελάνωμα - Καρκίνος Δέρματος

Τι είναι το μελάνωμα;

Οι περισσότεροι καρκίνοι του δέρματος (βασικοκυτταρικοί, ακανθοκυτταρικοί) δε θεωρούνται γενικά πολύ επικίνδυνοι διότι θεραπεύονται εύκολα χειρουργικά ή με διάφορα φάρμακα που εφαρμόζονται τοπικά στο δέρμα. Εξαίρεση αποτελεί ο κακοήθης σπίλος (σπίλος=«ελιά») που ονομάζεται μελάνωμα (δηλαδή μελανός όγκος). Το μελάνωμα προέρχεται από τα μελανινοκύτταρα του δέρματος. Τα μελανινοκύτταρα βρίσκονται στο κατώτερο στρώμα της επιδερμίδας και παράγουν μελανίνη, τη χρωστική που προσδίδει το φυσικό χρώμα του δέρματος. Η έκθεση στον ήλιο οδηγεί σε αύξηση της παραγόμενης μελανίνης με αποτέλεσμα το μαύρισμα του δέρματος.

Το μελάνωμα αποτελεί όχι μόνο τον πλέον κακοήθη δερματικό όγκο αλλά και έναν από τους πλέον κακοήθεις καρκίνους γενικώς. Μπορεί να διασπαρεί σχεδόν σε κάθε όργανο ή ιστό του σώματος και να οδηγήσει στο θάνατο μέσα σε ένα χρόνο μετά την υποτροπή του σε απομακρυσμένα σημεία.

Το μελάνωμα μεθίστανται συχνότερα στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο σωλήνα. Πρόκειται για σχετικά συχνό καρκίνο, η επίπτωση του οποίου αυξάνει συνεχώς κάθε χρόνο. Όταν πρωτοεμφανιστεί το μελάνωμα ως κακοήθης σπίλος στο δέρμα ή στον οφθαλμό - και μερικές φορές στα ούλα, στον κόλπο ή στον πρωκτό- υπάρχουν αρκετές πιθανότητας να είναι ιάσιμο με περιορισμένης έκτασης χειρουργική επέμβαση.

Έχει λοιπόν τεράστια σημασία η αναγνώριση των πρώιμων σημείων του μελανώματος τα οποία πρέπει αμέσως να αποσπούν την ιατρική προσοχή. Την αντιμετώπισή τους την αναλαμβάνει κάποιος ειδικός δερματολόγος, χειρουργός ή ογκολόγος. Εάν το μελάνωμα διεισδύσει βαθιά στο δέρμα και φτάσει στα λεμφαγγεία και τα αιμοφόρα αγγεία που βρίσκονται στη δεύτερη στιβάδα του δέρματος (χόριο), συνήθως είναι αδύνατο να ιαθεί, αν και με τη χειρουργική μπορεί να επιτευχθεί μεγάλο διάστημα ελεύθερο νόσου.


Ποιοι είναι οι ιστολογικοί τύποι του μελανώματος;

Μόνο ένας τύπος κακοήθους (καρκινικού) κυττάρου υπάρχει, από το οποίο απαρτίζονται όλα τα μελανώματα, το κακόηθες κύτταρο που παράγει χρωστική και ονομάζεται μελανοκύτταρο. Υπάρχουν όμως λίγες ποικιλίες κυττάρων που διακρίνονται από το σχήμα τους, όπως τα κυβοειδή ή ατρακτοειδή. Σε ό,τι αφορά τα μελανώματα του δέρματος, η συμπεριφορά τους είναι γενικά παρόμοια, ενώ στο μελάνωμα του οφθαλμού το σχήμα προσδιορίζει τη συμπεριφορά του σε σημαντικό βαθμό.

Όλα τα μελανοκύτταρα περιέχουν κοκκία χρωστικής ακόμα και όταν δεν είναι μαύρα ή καφέ σκούρα. Σε όλες τις περιπτώσεις έχουν τα απαραίτητα ένζυμα για την παραγωγή της ειδικής χρωστικής, της μελανίνης. Όταν τα μελανώματα διασπείρονται, συχνά δεν παράγουν χρωστική και θεωρούνται αμελανωτικά.

Πάντως, φαίνεται ότι ο βαθμός κακοήθειας τόσο των μελανωτικών όσο και των αμελανωτικών μελανωμάτων είναι ο ίδιος. Τα μελανώματα ανευρίσκονται συχνότερα στο δέρμα αλλά το 10% εξ αυτών αναπτύσσονται στο μάτι. Με βάση ιστολογικά κριτήρια και τον τρόπο που αναπτύσσονται, διακρίνονται οι εξής μορφές κακοήθους μελανώματος στο δέρμα:

Ενδοεπιδερμιδικό κακόηθες μελάνωμα: Αποτελεί πρώιμη μορφή μελανώματος που εντοπίζεται στην επιδερμίδα οποιουδήποτε σημείου του σώματος. Συνήθως είναι μια μελαγχρωματική κηλίδα (επίπεδη περιγεγραμμένη μεταβολή της χροιάς του δέρματος με μέγεθος μέχρι 1 cm) που μπορεί να εξελιχθεί σε οζώδες ή επιφανειακά επεκτεινόμενο μελάνωμα.
Kακόηθες μελάνωμα τύπου κακοήθους φακής: Παρατηρείται κυρίως σε άτομα μεγάλης ηλικίας, σε σημεία χρόνιας έκθεσης στον ήλιο (πρόσωπο, λαιμός). Εμφανίζεται στο έδαφος κακοήθους φακής, της οποίας ένα τμήμα παχύνεται και γίνεται οζώδες. Σ' αυτή την περίπτωση υπάρχει διείσδυση της βασικής μεμβράνης. Εντός της βλάβης παρατηρείται πολυχρωμία.
Επιφανειακά επεκτεινόμενο κακόηθες μελάνωμα: Αρχικά χαρακτηρίζεται από επιφανειακή επέκταση και αργότερα από κάθετη με σχηματισμό όζων. Αρχίζει σαν μια έντονα μελαγχρωματική κηλίδα η οποία επεκτείνεται επιφανειακά και αποκτά αποχρώσεις του καφέ και μαύρου με εστίες ερυθρού, γκρι και άσπρου. Όταν αρχίζει να επεκτείνεται σε βάθος, σχηματίζονται οζίδια.
Οζώδες κακόηθες μελάνωμα: Χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό μελανής βλατίδας (μικρό στερεό έπαρμα του δέρματος με διάμετρο από κεφαλή καρφίτσας μέχρι 1 cm) που μετατρέπεται σε οζίδιο που μπορεί να εξελκωθεί.
Κακόηθες μελάνωμα των άκρων: Εντοπίζεται στα πέλματα, παλάμες και κάτω από το νύχι. Καθώς παχύνεται, το νύχι δεν αναπτύσσεται κανονικά. Έχει κλινικά χαρακτηριστικά όμοια με αυτά της κακοήθους φακής και του επιφανειακά επεκτεινόμενου κακοήθους μελανώματος.
Δεσμοπλαστικό μελάνωμα: Παρατηρείται σπάνια σε ηλικιωμένα άτομα σε σημεία χρόνια εκτεθειμένα στον ήλιο. Χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό οζιδίου ή πλάκας. Πρόκειται για χοριακό όγκο (στο χόριο του δέρματος) που αποτελείται από ατρακτοειδή κύτταρα χωρίς μελανίνη. Συχνα επεκτείνεται στο υποδόριο λίπος και διηθεί τα νεύρα της γύρω περιοχής.
Αμελανωτικό κακόηθες μελάνωμα: Αυτό το είδος κακοήθους μελανώματος χαρακτηρίζεται από οζώδη μορφή και από την έλλειψη μελάγχρωσης.

Τα μελανώματα ενδέχεται να αναπτυχθούν και σε ασυνήθιστες περιοχές, όπως κάτω από το νύχι του χεριού ή του ποδιού, στο βλεννογόνο που καλύπτει την στοματική κοιλότητα, στον κόλπο ή τον πρωκτό. Πρωτοπαθή μελανώματα έχουν βρεθεί και στον μελαχρωματικό ιστό που επενδύει τον εγκέφαλο (μήνιγγες). Είναι σημαντικό να μη συγχέονται τα μελανώματα κάτω από τα νύχια με τις μυκητιάσεις, αν και το σφάλμα αυτό γίνεται μερικές φορές στην αρχή της νόσου.


Ποια είναι η επέκταση του μελανώματος;

Υπάρχουν δύο φάσεις ανάπτυξης των μελανωμάτων: η ακτινοειδής (προς την εξωτερική επιφάνεια του δέρματος) και η κάθετη (σε βάθος διείσδυση). Μερικές φορές τα μελανώματα που επεκτείνονται επιφανειακά παραμένουν σ' αυτή την ακτινοειδή φάση ανάπτυξης περισσότερο από ένα χρόνο. Τα οζώδη μελανώματα αναπτύσσονται σε βάθος (κάθετα) αμέσως μετά την εμφάνισή τους.

Συνεπώς η ανακάλυψή τους σε βιολογικά αρχική φάση είναι πιθανότερη στα επιφανειακής επέκτασης μελανώματα, αν και κάποια στιγμή αρχίζουν να αναπτύσσονται κάθετα. Όταν συμβεί αυτό είναι εξίσου επικίνδυνοι όγκοι όπως και το οζώδη μελανώματα. Τα μελανώματα διασπείρονται επίσης και μέσω του λεμφικού συστήματος ή αιματογενώς σε οποιοδήποτε όργανο του σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις είναι οι πνεύμονες, το ήπαρ, ο εγκέφαλος, τα οστά και το δέρμα με τη μορφή μελαγχρωματικών ογκιδίων και υποδορίων οζιδίων.


Ποια είναι τα αίτια του μελανώματος;

Η διακεκομμένη έκθεση σε έντονη ηλιακή ακτινοβολία που προκαλεί μάλλον εγκαύματα παρά μαύρισμα σχετίζεται συχνότερα με μελάνωμα ενώ η χρόνια έκθεση στον ήλιο σχετίζεται με καλοηθέστερους καρκίνους του δέρματος.

Επίσης η κληρονομικότητα είναι αιτιολογικός και εκλυτικός παράγοντας, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο δυσπλαστικού σπίλου, σε άτομα με τύπο δέρματος Ι και ΙΙ που παρουσιάζουν αυξημένη δυνατότητα ανάπτυξης ηλιακού εγκαύματος. Επιπλέον, το κακόηθες μελάνωμα μπορεί να προέρχεται από εξαλλαγή κακοήθους φακής, συγγενών σπίλων, μελανοκυτταρικών σπίλων. Προδιαθεσικούς παράγοντες μπορεί να αποτελέσουν ο χρόνιος ερεθισμός σπίλων και η ανοσοκαταστολή.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποστηρίζουν ότι η νόσος σχετίζεται με τη δράση ορμονών, ωστόσο μεμονωμένοι ασθενείς παρουσίασαν εντυπωσιακό ιστορικό υποτροπών και ταχεία εξέλιξη της νόσου που σχετιζόταν με την εγκυμοσύνη. Η λήψη αντισυλληπτικών δισκίων, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν προγεστερινοειδείς παράγοντες, έχει επίσης συσχετιστεί με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μελανωμάτων επιφανειακής ανάπτυξης.


Ποια η επιδημιολογία και οι παράγοντες κινδύνου του μελανώματος;

Υψηλότερη επίπτωση της νόσου παρατηρείται στους λευκούς που ζουν σε τροπικά ή υποτροπικά κλίματα. Προφανώς η έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες και ιδίως σε όσες προκαλούν εγκαύματα ενοχοποιείται ισχυρά ως πιθανή αιτία. Η νόσος έχει πολύ μικρότερη επίπτωση στους μαύρους, τους πολύ μελαχρινούς και τους Ασιάτες των ίδιων περιοχών.

Το μελάνωμα είναι συχνότερο στις ηλικίες ανάμεσα στα 20 και στα 60 έτη και σπάνια εμφανίζεται πριν από την εφηβεία. Εντούτοις ο αριθμός των νέων με πρωτοπαθή μελανώματα αυξάνεται. Το οζώδες κακόηθες μελάνωμα παρατηρείται μεταξύ 20-40 ετών και το επιφανειακά επεκτεινόμενο, που είναι και το συχνότερο, μεταξύ 40-60 ετών. Πολλοί από τους ασθενείς αναφέρουν ιστορικό εγκαυμάτων λόγω έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία κατά την παιδική ηλικία.    

Από τους λευκούς, υψηλότερο κίνδυνο αντιμετωπίζουν τα άτομα με κόκκινα μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και ακολουθούν τα ξανθά άτομα με γαλανά μάτια και η ύπαρξη εφηλίδων (φακίδων). Συχνές εντοπίσεις: κεφαλή, λαιμός, κορμός (άνδρες), βραχίονας, κνήμη (γυναίκες). Πρωτοπαθή μελανώματα μπορεί να παρουσιαστούν ακόμα και σε «μελαχρινά» άτομα (σκουρόχρωμης επιδερμίδας) στα πέλματα και στις παλάμες, κάτω από το δέρμα και στους βλεννογόνους του σώματος, του ορθού και του πρωκτού.
Οι λευκοί με πολλούς μελαγχρωματικούς σπίλους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.
'Aτομα με ατομικό και οικογενειακό ιστορικό ηλιακών εγκαυμάτων, συνδρόμου οικογενών δυσπλαστικών σπίλων ή μελανώματος παρουσιάζουν αυξημένη τάση να αναπτύξουν μελάνωμα.

Το 30% περίπου των μελανωμάτων αναπτύσσεται σε προϋπάρχοντες σπίλους ενώ το υπόλοιπο 70% εξαρχής στο δέρμα (de novo). Δεν υπάρχει αποτελεσματική μέθοδος πληθυσμιακού ελέγχου. Επειδή όμως το μελάνωμα αναπτύσσεται στο δέρμα ή στον οφθαλμό, γίνεται εύκολα αντιληπτό από οποιονδήποτε το αναζητήσει.


Ποια τα συνήθη συμπτώματα και σημεία του μελανώματος;

Για να υπάρξει ίαση, απαιτείται έγκαιρη διάγνωση και κατάλληλη χειρουργική επέμβαση. Οι οικογενειακοί γιατροί, οι παθολόγοι αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς πρέπει να αναγνωρίζουν τα πρώιμα προειδοποιητικά σημεία που συνήθως ακολουθούν την εξής σειρά: μαύρισμα κάποιου προϋπάρχοντος σπίλου, αύξηση του μεγέθους του, εμφάνιση ανομοιογενούς μελάγχρωσης (από σκούρο καφέ έως μαύρο) και μίγματος αποχρώσεων, δημιουργία ανώμαλων ορίων και προπέτεια (ανύψωση) της βλάβης. Η αιμορραγία αναφέρεται ως ένα από τα σημεία προχωρημένης νόσου.

Μπορεί επίσης να υπάρξουν περαιτέρω αλλαγές στο χρώμα του σπίλου, όπως αποχρωματισμός κάποιου τμήματός του, ή εμφάνιση κάποιας ερυθρωπής, βαθυκύανης ή γκριζωπής απόχρωσης. Η αιμορραγία συνήθως παρατηρείται έπειτα από μικρή κάκωση και μερικές φορές αφού εμφανιστούν οι παραπάνω αλλαγές. Συχνά συνυπάρχουν στοιχεία φλεγμονής: κνησμός, πόνος καθώς και εξέλκωση, ουλοποίηση ή εφελκιδοποίηση της βλάβης. Μερικές φορές εμφανίζεται και νέα μελαχρωματική κηλίδα ή δορυφόρες βλάβες.

Αν έχετε απορία για οτιδήποτε στο δέρμα σας συμβουλευτείτε τον ιατρό σας. Μη χρησιμοποιήσετε τις εικόνες, προσπαθώντας να θέσετε διάγνωση από μόνοι σας. Οι εικόνες αυτές αποτελούν χρήσιμα παραδείγματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν την κλινική εξέταση που γίνεται από ειδικό ιατρό. Το σύστημα "ABCD" αποτελεί έναν μνημονικό κανόνα για τον εντοπισμό ύποπτων βλαβών:

Assymetry - Ασυμμετρία: Το ένα ημιμόριο της βλάβης δεν μοιάζει με το άλλο.
Border irregularity - Ακανόνιστα όρια: Τα όρια της βλάβης σχηματίζουν οδοντώσεις ή από τη βλάβη εκτείνονται «ψευδοπόδια» προς το περιβάλλον υγιές δέρμα.
Color variegation - Ποικιλοχρωμία: Η βλάβη παρουσιάζει ένα μίγμα χρωμάτων και αποχρώσεων.
Diameter - Διάμετρος: Μετρούμε τη μεγαλύτερη διάμετρο της βλάβης >6mm.

Τα μελανώματα μπορεί να ποικίλλουν πολύ ως προς την εμφάνιση τους. Πολλά μπορεί να έχουν και τα τέσσερα χαρακτηριστικά του συστήματος ABCD, ενώ άλλα να έχουν μόνο ένα ή δύο από αυτά. Σε κάθε περίπτωση βλάβες που παρουσιάζουν σημεία ή συμπτώματα όπως αυτά που προαναφέρθηκαν θα πρέπει να εξετάζονται από κάποιον ειδικό ιατρό.

Πρέπει να τονιστεί ότι οι περισσότερες μελαχρωματικές κηλίδες δεν είναι μελανώματα. Παρόμοια μελάγχρωση μπορεί να εμφανίζουν χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις, καλοήθεις ινώδεις όγκοι (ινώματα) και τα βασικοκυτταρικά καρκινώματα (από τους συχνότερους χαμηλής κακοήθειας όγκους του δέρματος).

Οι καλοήθεις όγκοι μπορεί επίσης να αιμορραγήσουν έπειτα από ερεθισμό από κάποιο εσώρουχο ή μετά το ξύρισμα. Είναι πάντως προτιμότερο να προσφύγει κανείς στο γιατρό σε κάθε ύποπτη αλλαγή.


Πως γίνεται η διάγνωση του μελανώματος;

Επισκόπηση: Καταγράφονται με ακρίβεια η θέση, το χρώμα, το μέγεθος και η μορφολογία των βλαβών. Η φωτογράφηση μπορεί να βοηθήσει σ' αυτή την καταγραφή. Επίσης, η μικροσκόπηση με φωτεινή πηγή πάνω απ' το δέρμα βοηθά στην εξακρίβωση του τρόπου κατανομής της μελανίνης μέσα στις βλάβες.
Αιματολογικές και άλλες εξετάσεις: Δεν υπάρχουν ειδικές αιματολογικές εξετάσεις για προσυμπτωματικό πληθυσμιακό έλεγχο ή για επιβεβαίωση της διάγνωσης του πρωτοπαθούς μελανώματος. Διάφορα αντιγόνα που σχετίζονται με τον όγκο ερευνώνται ως πιθανοί νεοπλασματικοί δείκτες στο αίμα, τα αποτελέσματα όμως είναι αβέβαια. Το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο (CEA), που ανευρίσκεται σε αρκετούς καρκίνους, δε συναντάται στα μελανώματα.
Βιοψία: Για τη διάγνωση είναι απαραίτητη η βιοψία (χειρουργική αφαίρεση του όγκου και εξέταση των μορφολογικών χαρακτήρων των ιστών και κυττάρων του στο μικροσκόπιο με σκοπό την αναζήτηση και διάκριση καρκινικών κυττάρων) με ευρεία τοπική εκτομή (με υγιή χειρουργικά όρια) του όγκου. Η εξέταση του όγκου στο μικροσκόπιο αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά μελανοκύτταρα, που συνήθως είναι ευμεγέθη και περιέχουν κοκκία μελανίνης.
Στα αρχικά στάδια παρατηρείται μεγάλη αύξηση του αριθμού των μελανινοκυττάρων που παρουσιάζουν ατυπίες (μορφολογικές μεταβολές στους πυρήνες των κυττάρων) και εδράζονται κατά μήκος της βασικής στιβάδας.
Ακολούθως, παρατηρείται ότι τα κακοήθη μελανοκύτταρα αθροίζονται, σχηματίζουν δοκίδες ή φωλιές, διαπερνούν τη βασική μεμβράνη και μεταναστεύουν στο χόριο όπου ανευρίσκονται μεμονωμένα, σε μικρές ομάδες ή σε μεγάλες συσσωρεύσεις.
Για μη τυπικές περιπτώσεις διατίθενται σήμερα τεχνικές ανοσολογικών χρώσεων με ειδικά αντισώματα που προσλαμβάνουν τις χρωστικές και επιβεβαιώνουν τη διάγνωση. Συγχρόνως μπορεί να παρατηρείται και λεμφοκυτταρική διήθηση.
Οι βιοψίες με αφαίρεση λεπτών τεμαχιδίων δε συνιστώνται. Δεν επιτρέπουν να ελεγχθεί το βάθος της διήθησης στο δέρμα, πράγμα που πρέπει να το γνωρίζει ο γιατρός για να προβλέψει αν θα επέλθει ίαση ή αν υπάρχει ο κίνδυνος υποτροπής.
Δεν πρέπει να γίνεται ποτέ καυτηρίαση ή κατάψυξη. Οι συγκεκριμένες τεχνικές καταστρέφουν το επιφανειακό τμήμα του μελανώματος, οπότε καθίσταται αδύνατη η διάγνωση και η σταδιοποίηση. Επίσης αφήνουν ανέπαφα τα καρκινικά κύτταρα στα βαθύτερα στρώματα και έτσι μπορεί αργότερα να διασπαρούν σε άλλα σημεία του σώματος.

Ποια η σταδιοποίηση του μελανλώματος;

Άλλες εξετάσεις που συμβάλλουν στη σταδιοποίηση (διαδικασία που ακολουθείται για να αποκαλυφθεί ο βαθμός εξάπλωσης της νόσου εντός του δέρματος σε ποικίλο βάθος ή σε άλλα μέρη του σώματος. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατά την διαδικασία της σταδιοποίησης καθορίζουν το στάδιο της νόσου. Το στάδιο επηρεάζει σημαντικά τον προγραμματισμό της θεραπείας): Ακτινογραφία θώρακος, Αξονική τομογραφία θώρακος, κοιλίας, πυέλου, Μαγνητική τομογραφία.


Ποια τα στάδια του μελανώματος;

Χρησιμοποιούνται διάφορα συστήματα σταδιοποίησης των μελανωμάτων του δέρματος. Το βάθος της διήθησης είναι ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης όσον αφορά την έκβαση. Σύμφωνα με μία ταξινόμηση (κατά Clark), τα πρωτοπαθή μελανώματα χωρίζονται σε πέντε επίπεδα διήθησης, τα οποία ο παθολογοανατόμος προσδιορίζει εύκολα ανάλογα με το στοιχείο του δέρματος στο οποίο αυτή φτάνει:

Στάδιο Ι (in situ): Το μελάνωμα βρίσκεται στη θέση της προέλευσής του, στη βασική μεμβράνη της επιδερμίδας στη χοριοεπιδερμική συμβολή, εκεί όπου συναντώνται οι εξωτερικές στιβάδες του δέρματος με τις εσωτερικές.
Στάδιο ΙΙ: Επέκταση στο άνω τριτημόριο του χορίου, στη θηλώδη στιβάδα του χορίου.
Στάδιο ΙΙΙ: Το μελάνωμα επεκτείνεται στο όριο μεταξύ θηλώδους και δικτυωτής στιβάδας του χορίου.
Στάδιο ΙV: Διήθηση της δικτυωτής στιβάδας.
Στάδιο  V: Διήθηση των υποδόριων ιστών, όπως του λιπώδους ιστού.

Τα μελανώματα του σταδίου I σχεδόν πάντοτε είναι ιάσιμα με χειρουργική αφαίρεση της βλάβης. Τα μελανώματα των επιπέδων ΙΙΙ και IV υποτροπιάζουν στο 85% των περιπτώσεων. Τα μελανώματα του επιπέδου II υποτροπιάζουν σε ποσοστό 60% περίπου. Σύμφωνα με ένα άλλο σύστημα ταξινόμησης (κατά Breslow), λαμβάνεται υπόψη το ακριβές βάθος διείσδυσης μετρούμενο στο μικροσκόπιο και το οποίο χρησιμοποιείται μαζί με το προηγούμενο σύστημα.

Τα μελανώματα που έχουν πάχος μικρότερο των 0,75mm συνήθως θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό ιάσιμα με χειρουργική επέμβαση μόνο, αν και σε μερικά με τέτοιες «λεπτές» βλάβες παρουσιάστηκε υποτροπή. Όγκοι πάχους 0.76mm έως 1.5mm θεωρούνται ότι έχουν προκαλέσει μέτρια διήθηση και έχουν χειρότερη πρόγνωση απ' ό,τι οι λεπτές βλάβες. Τα μελανώματα πάχους 1,6mm ή και μεγαλύτερου είναι πολύ βαθιά, ιδίως όσα έχουν πάχος πάνω από 4mm.

Αν και δεν υπάρχει ακριβής συσχέτιση ανάμεσα στις δύο ταξινομήσεις, μπορεί να επισημανθεί κάποια αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα επίπεδα και το πάχος της διήθησης. Φρόνιμο είναι να θεωρείται ότι κάθε βλάβη με βάθος διείσδυσης μεγαλύτερο των 1,5mm μπορεί δυνητικά να υποτροπιάσει, επομένως είναι επικίνδυνη. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται συχνή επαφή με το χειρουργό ή τον ογκολόγο ώστε να διενεργούνται οι κατάλληλες εξετάσεις.

Άλλο σημείο που υποδηλώνει φτωχή πρόγνωση, εκτός του προχωρημένου σταδίου, είναι η διήθηση των επιχώριων λεμφαδένων. Συνήθως οι λεμφαδένες αποτελούν ανοσολογικό φραγμό έναντι του όγκου. Όταν αυτοί διηθηθούν από τον όγκο, τα καρκινικά κύτταρα περνούν τελικά στο αίμα, απ' όπου μεταναστεύουν σε απομακρυσμένα όργανα. Τουλάχιστον στο 80% των ασθενών με προσβεβλημένους λεμφαδένες εκδηλώνεται υποτροπή του όγκου σε άλλο σημείο του σώματος. 'Aλλοι προγνωστικοί παράγοντες είναι η ύπαρξη αιμορραγίας ή εξέλκωσης αλλά και η γενικότερη κατάσταση της υγείας του ασθενούς.


Ποια η πρόγνωση του μελανώματος;

Η πρόγνωση της νόσου, δηλαδή η έκβασή της πορείας του ασθενούς, που μπορεί να καταλήγει σε ίαση ή όχι, καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, οι κυριότεροι εκ των οποίων είναι: το στάδιο της νόσου, η ύπαρξη αιμορραγίας ή/ και εξέλκωσης της αρχικής εστίας, το μέγεθος και η εντόπιση του όγκου, η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς.